παραδουλεύω

παραδουλεύω
1. δουλεύω πάρα πολύ
2. προσφέρω υπηρεσία ως παραδουλεύτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραδουλεύω — παραδούλεψα, παραδουλεύτηκα, παραδουλεμένος 1. δουλεύω περισσότερο από το κανονικό: Το φετινό καλοκαίρι παραδούλεψα και αρρώστησα. – Το μηχάνημα είναι παραδουλεμένο και δεν αξίζει την τιμή που ζητάτε. 2. δουλεύω σε ξένα σπίτια με μεροκάματο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδουλευτής — ο, θηλ. παραδουλεύτρα [παραδουλεύω] 1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες 2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα γυναίκα που βοηθά στις δουλειές τού σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια …   Dictionary of Greek

  • παραδούλεμα — το [παραδουλεύω] η εργασία τής παραδουλεύτρας …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”